διᾳττόντων

διᾳττόντων
διαίσσω
rush
pres part act masc/neut gen pl (attic)
διαίσσω
rush
pres imperat act 3rd pl (attic)
διαίσσω
rush
pres part act masc/neut gen pl (attic)
διαίσσω
rush
pres imperat act 3rd pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαττόντων — διαίσσω rush pres part act masc/neut gen pl (attic) διαίσσω rush pres imperat act 3rd pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκιαπαρέλι, Τζοβάννι Βιρτζίνιο — (Schiaparel II). Ιταλός αστρονόμος (Σαβιλιάνο, Κούνεο 1835 Μιλάνο 1910). Αφού πήρε το 1854 στο Τουρίνο το πτυχίο του μηχανικού και αρχιτέκτονα, κέρδισε σε διαγωνισμό μια υποτροφία που του επέτρεψε να σπουδάσει αστρονομία στο Βερολίνο, κοντά στο… …   Dictionary of Greek

  • Λυρίδες — (Αστρον.). Σμήνος μετεώρων. Το ακτινοβόλο σημείο τους βρίσκεται στον αστερισμό της Λύρας. Η Γη συναντά το σμήνος σε ετήσια βάση, στο διάστημα από 18 έως 24 Απριλίου. Κάθε 12 με 16 χρόνια, η βροχή των μετεώρων είναι πολύ πιο έντονη από τις… …   Dictionary of Greek

  • Υδροχοΐδες — (Αστρον.). Διάττοντες αστέρες που χωρίζονται σε δύο σμήνη. Το ακτινοβόλο σημείο τους βρίσκεται στον αστερισμό του Yδροχόου, από τον οποίο πήραν την ονομασία τους. Το ένα σμήνος παρουσιάζει βροχή μετεώρων στις αρχές Μαΐου και το άλλο στα τέλη… …   Dictionary of Greek

  • αζιμουθιακός — Εκείνος που αναφέρεται στο αζιμούθιο· ο σχετικός με τα αζιμούθια ή τη μέτρησή τους. α. κβαντικός αριθμός (1). Ο αριθμός που καθορίζει την εκκεντρότητα των ελλειπτικών τροχιών που διαγράφουν τα ηλεκτρόνια (όταν η = 1, όπου n ο κύριος κβαντικός… …   Dictionary of Greek

  • κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας …   Dictionary of Greek

  • μετεωρικός — ή, ό [μετέωρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μετέωρο ή προέρχεται από μετέωρο («μετεωρικός κρατήρας» κρατήρας που σχηματίζεται από την πτώση μεγάλου μετεωρίτη) 2. αυτός που έχει τον εφήμερο χαρακτήρα μετεώρου 3. φρ. α) «μετεωρικό νερό»… …   Dictionary of Greek

  • Ανδρομέδα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά των Κηφήνων (ή Αιθιόπων) Κηφέα και της Κασσιόπης. Σύμφωνα με χρησμό του μαντείου του Άμμωνα, την εγκατέλειψαν σε έναν βράχο της ακτής, για να την καταβροχθίσει θαλάσσιο τέρας που είχε στείλει ο Ποσειδώνας ο… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”